furnace sow - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

furnace sow - translation to ρωσικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
SOW; SOW (disambiguation); Sow (disambiguation); Sows

furnace sow      

[fə:nis'sau]

металлургия

«козёл» (в печах)

metallurgical furnace         
  • Modern TLS furnace used in copper smelting during heat up.
DEVICE USED TO HEAT AND MELT METAL AND ORE
Steel furnace

общая лексика

металлургическая печь

steel furnace         
  • Modern TLS furnace used in copper smelting during heat up.
DEVICE USED TO HEAT AND MELT METAL AND ORE
Steel furnace
сталеплавильная печь

Ορισμός

sow
I. VERB USES
(sows, sowing, sowed, sown)
1.
If you sow seeds or sow an area of land with seeds, you plant the seeds in the ground.
Sow the seed in a warm place in February/March...
Yesterday the field opposite was sown with maize.
VERB: V n, be V-ed with n
2.
If someone sows an undesirable feeling or situation, they cause it to begin and develop.
He cleverly sowed doubts into the minds of his rivals...
VERB: V n
3.
If one thing sows the seeds of another, it starts the process which leads eventually to the other thing.
Rich industrialised countries have sown the seeds of global warming.
PHRASE: V inflects, PHR n
II. NOUN USE
(sows)
A sow is an adult female pig.
N-COUNT

Βικιπαίδεια

Sow

Sow or SOW may refer to:

  • Sowing, the process of planting
Μετάφραση του &#39furnace sow&#39 σε Ρωσικά